[Ζωή πως με παράδωσες…]

Ζωή, πὼς μὲ παράδωσες μ᾿ ἕνα φιλὶ στοὺς δήμιους
καὶ τώρα ἀκούω τὸ γέλιο σου παντοῦ σαρκαστικὸ
γιὰ μένα, ποὺ ἀποτόλμησα ψευτοευγενεῖς καὶ τίμιους
μεσ᾿ στὴ γενιά σου, νὰ τοὺς δῶ σὰν ὑποστατικό.

Ἐγὼ ἤμουν ἕνας γνήσιος κι ἄγνωστος τῆς γενιᾶς σου
κ᾿ ἦρθα χωρὶς ἀπαίτηση μ᾿ ὅλους μαζὶ καὶ γώ
κι᾿ οὔτε ποτὲ σοῦ ζήτησα δεῖγμα τῆς συμπονιᾶς σου,
ἀπ᾿ τὰ περίσσια χρέη μου δίκαια ν᾿ ἀπαλλαγῶ.

Μὰ καθὼς ἤμουν κύριος ἄμαθος νὰ δουλεύω
καὶ παιδικὴ γαλήνευεν ἡ δίκαιή μου ψυχή,
ἐκέρδισα τὸ μίσος σου, Ζωή, καὶ τὸ πιστεύω
τώρα ποὺ ἡ δυστυχία μου στὸ γέλιο σου ἀντηχεῖ.

Ηχώ στο χάος (1929)

>[Ἀνάμεσα σ᾿ ὁλάνθιστες βατιὲς] – Mαρία Πολυδούρη

>Ἀνάμεσα σ᾿ ὁλάνθιστες βατιὲς
χαρούμενα πουλάκια ποὺ πηδοῦν
ἀθόρυβα-τῆς εὐτυχίας ματιές-
τ᾿ ἀσημωτὰ νερὰ λαμποκοποῦν
τοῦ ποταμοῦ- χαρὰ τῆς λαγκαδιᾶς
καὶ βιαστικὰ πηγαίνουν καὶ περνοῦν
στὴν ἄβυσσο νὰ πέσουνε μὲ μιᾶς,
νὰ πέσουν νὰ χαθοῦν!

>Γυρισμός – Μαρία Πολυδούρη

>Ἦρθες! ἦρθες! πλημμύρισε ἡ χαρά μου
κ᾿ ἡ λαχτάρα μὲ σφίγγει νὰ μὲ πνίξη.
Ἦρθες, ὅσο κι᾿ ἂν μάκρυνεν ὁ χρόνος,
ὁ ἴδιος χρόνος τὴν πόρτα σοὔχει ἀνοίξει.

Ψυχή μου, γιατί μένεις λυπημένος;
Κυττᾶς τὸ μαρασμὸ ποὺ μ᾿ ἔχει ντύσει
σὰν τὴν ὁμίχλη τὴ δειλινὴ ὥρα;
Θὲς νὰ σοῦ πῶ τὸ πῶς μ᾿ ἔχει ἀπαντήσει;

Μὰ τί σημαίνει. Φαίδρυνε τὰ χείλη
στῆς πάναγνης χαρᾶς μου τὸ μεθύσι.
Τί σημαίνει πὼς ὁ χειμώνας ἦρθε
πρὶν τίποτε γιὰ μένανε ν᾿ ἀνθίση.

Τώρα πιά, ὅπως ἄλλοτε, δὲ θέλω
εὔοσμα ἄνθη ἀπ᾿ τὰ νεανικά σου χέρια.
Εἶμαι σεμνή. Μὲ κάθαρεν ἡ ἀγάπη
ἀπ᾿ τὰ στολίδια, δές, μ᾿ ἔγδυσε πλέρια.

Κύττα πὼς ἀγωνίζεται ἡ ψυχή μου
τὰ στέρεα τῆς ζωῆς δεσμὰ νὰ λύση·
ἀνέσπερον ἀστέρι νὰ προφτάση
τὸ ἀργυρὸ μέτωπό σου νὰ φιλήση.

Ο μοιραίος δρόμος – Οι τρίλλιες που σβήνουν(1928)

>[ΤΙ ΘΕΛΕΙ ΤΟΥΤΗ Η ΑΝΟΙΞΗ…] – Μαρία Πολυδούρη

>Τί θέλει τούτη ἡ Ἄνοιξη…
Σαλεύουν
ἀόρατα, πανάλαφρα
τῶν δέντρων τὰ κλαδιά.
Τί θέλει ἡ μυρωδιὰ
ποὺ μᾶς χτυπᾶ ἁπαλότατα
μὲ ἀμυγδαλιᾶς ἀνθόκλωνο
τὴν καρδιά…

-Μία νέα περνᾶ ζυγίζοντας
στὰ δάχτυλα
ἕνα κορμί, φτερό.
Κι᾿ ὅπως σιεῖ ρυθμικὰ
μία κατάλευκη ὀμπρέλλα,
εἶναι πουλί.

Ἕνας νέος ἀράθυμος
συλλογιέται γλυκά,
σὰ νὰ πέρασε πλάι του
πεταλούδα μυρόβολη
τὸ φιλί.

-Τρέμει κάτι τὸ ἀδύναμο
κι᾿ ὅλο μένει
σὰν κουτσό… κοντοφτέρουγο…
Λυπημένη
τὴ ματιά μας ρουφᾶ
τὸ ἀνοιξιάτικο ἀπόγευμα
καὶ χλωμαίνει.
Ξαφνικά, κάποιο σκίρτημα
στὴ γαλήνη
καὶ σὰ λυγμὸς παράφορος.
Ἕνα πιάνο ξεσπᾶ
τὸ δικό μας ἐναντίωμα
μὲ κλειστὸ στόμα.

Τί θέλει πάλιν ἡ Ἄνοιξη…
Τί νὰ μᾶς φέρει ἀκόμα…

Ηχώ στο χάος (1929)

>ΔΕ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΕΙΣ ΠΙΑ… – Μαρία Πολυδούρη

>Δὲ θὰ ξανἄρθης πιά, νὰ μοῦ χαρίσης
ἀπ᾿ τὴν ὡραία ζωὴ ποὺ σὲ φλογίζει
κάτι, ἕνα της λουλούδι; Σοῦ γεμίζει
μὲ τόσα τὴν καρδιὰ καὶ τὸ κορμί.

Δὲ θἄρθης πιά, τὰ χέρια μου νὰ σμίξης
τὰ παγωμένα, τὰ ἐχθρικά μου χέρια;
Πλάι στὰ δικά σου, μερωμένα ταίρια
δὲν τὰ ζυγώνει πλέον ἡ ἀφορμή.

Δὲ θἄρθης! …Πὼς ἀργὰ περνοῦν οἱ μέρες.
Κι᾿ ὅσο σὺ φεύγεις, τόσο μὲ σιμώνει
ἡ γνώριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη,
τόσον καιρὸ μὲ τὸν κρυφὸ καημό.

Δὲ σοῦ περνάει, ἀλήθεια ἀπὸ τὴ σκέψη
ὅτι μπορεῖ σὲ μία στιγμὴ θλιμμένη,
στὴ μοίρα αὐτὴ ποὺ πάντα μὲ προσμένει
νὰ πάω ξανὰ καὶ δίχως γυρισμό;
 (1925)

>Όλα είναι ωραία… – Μαρία Πολυδούρη

>

Όλα είναι ωραία
όλα είναι αγάπη κι αγάπης πόθος
 τά ξεφυλλά.
Τόσο είνε ωραία καθώς πεθαίνουν
τόσο μοιραία
και σιωπηλά.
 
Έχω μιά χάρη.
Στην άνθησή μου φορώ στεφάνι
το μαρασμό.
Έχω μια χάρη. Τί μού ‘χουν δώσει 
και μού ‘χουν πάρει
το γιορτασμό;
 
Γιατί πεθαίνω
γίνομαι ωραία, γίνομαι η αγάπη
που τήν ποθούν.
Κι όλο πεθαινω. Γύρω μου τάνθη
να τα πληθαίνω 
να μαραθούν!
 
Χάρμα κι ο πόνος
Στο βλέφαρό μου λάμπει το δάκρι
τού σπαραγμού.
Χάρμα κι ο πόνος κι ας αξιώθη
να γίνη θρόνος
τού στοχασμού.
 
Έχω μιά φλόγα
 και πλάι η καρδιά σου, βουβή ικεσία,
μού τή ζητά.
Έχω μια φλόγα και δέ μού ανήκει,
 – Τη μοίρα ευλόγα,
δέν απατά.
 
Αυτή είνε η μοίρα
που μ’ ομορφαίνει, αυτή είνε η φλόγα
τού εξιλασμού.
Αύτη είναι η μοίρα μου•  μη μ’ αγγίζεις.
Φορώ τα μύρα 
του χωρισμού!
 
Όλα είνε ωραία
όλα είναι αγάπη κι αγάπης πόθος
τά ξεφυλλά.
Τόσο είνε ωραία καθώς πεθαίνουν
τόσο μοιραία 
και σιωπηλά. 
Ηχώ στο χάος (1929)

>Τα λόγια σου – Μαρία Πολυδούρη

>Θυμᾶμαι τώρα … Οἱ θύμησες πλημμύρες ποὺ μὲ πνίγουν,
ἄνεμος, σκοτεινιά.
Τὰ λόγια ἀνθοὺς τὰ μάδησες, μὰ τώρα αὐτὰ μοῦ ἀνοίγουν
κακὲς πληγὲς βαθιά.

Οὔτε σκιά, οὔτε ὄνειρο ἔτσι ποὺ νὰ διαβαίνη
γοργὰ πρὸς τὸ χαμό.
Καπνὸς ἡ ἀγάπη. Σύννεφο, τὰ λόγια σου, μοῦ ραίνει
σταγόνες τὸν καημό.

Τώρα σαπίζουν μέσα μου πρώιμες οἱ πληγές μου.
Ἡ θύμηση ἀσπασμὸς
προδοτικός, νὰ μοῦ γελοῦν κρυφὰ κάποιες στιγμές μου
ν᾿ αὐξαίνη ὁ ἀπελπισμός!

>Δε θα ξανάρθης πια… – Μαρία Πολυδούρη

>Δὲ θὰ ξανἄρθης πιά, νὰ μοῦ χαρίσης
ἀπ᾿ τὴν ὡραία ζωὴ ποὺ σὲ φλογίζει
κάτι, ἕνα της λουλούδι; Σοῦ γεμίζει
μὲ τόσα τὴν καρδιὰ καὶ τὸ κορμί.

Δὲ θἄρθης πιά, τὰ χέρια μου νὰ σμίξης
τὰ παγωμένα, τὰ ἐχθρικά μου χέρια;
Πλάι στὰ δικά σου, μερωμένα ταίρια
δὲν τὰ ζυγώνει πλέον ἡ ἀφορμή.

Δὲ θἄρθης! …Πὼς ἀργὰ περνοῦν οἱ μέρες.
Κι᾿ ὅσο σὺ φεύγεις, τόσο μὲ σιμώνει
ἡ γνώριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη,
τόσον καιρὸ μὲ τὸν κρυφὸ καημό.

Δὲ σοῦ περνάει, ἀλήθεια ἀπὸ τὴ σκέψη
ὅτι μπορεῖ σὲ μία στιγμὴ θλιμμένη,
στὴ μοίρα αὐτὴ ποὺ πάντα μὲ προσμένει
νὰ πάω ξανὰ καὶ δίχως γυρισμό;

[Είμαι τρελή να σ’αγαπώ..] – Μαρία Πολυδούρη

[…]Είμαι τρελή να σ’ αγαπώ, αφού πια έχεις πεθάνει,
να λιώνω στη λαχτάρα των φιλιών,
να νιώθω τώρα πως αυτό που μου’ δωσες δε φτάνει,
δε φτάνει η δρόσος των παλιών. 

Με μιαν ασίγαστη μανία να θέλω ό,τι μου λείπει,
να θέλω ό,τι μου κράτησες κρυφό,
κι έτσι να δέρνομαι μ’ αυτό το μάταιο καρδιοχτύπι.
Στα μάτια σου την τρέλα να ρουφώ. 

Τι θ’ απογίνω, αγαπημένε, που θα σε ζητήσω;
Άλλοτε οι μέρες φεύγανε στην προσμονή σου σκιές.
Αιώνες καρτερώντας σε μπορούσα να διανύσω,
με τ’ όνειρό σου οι πίκρες μου γλυκιές. 

Που να’ σαι; Τι ν’ απόμεινε από σε να το ζητήσω;
Που να’ ναι το στερνό μου αυτό αγαθό;
Ω, δεν μπορεί μια ολόκληρη ζωή γι’ αυτό να ζήσω,
και μάταια καρτερώντας να χαθώ. 

Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα
παντού, και σ’ αγαπώ, σε καρτερώ.
Βραδύνεις κι υποψιάζομαι, ζηλεύω, δε σου πήρα
όλης σου της ψυχής το θησαυρό. 

Τα λόγια σου! Ω τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει,
μια υπόσχεση που αργεί πολύ να ‘ρθεί.
Τ’ ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους κάτι κλαίει,
μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί. 

Τα λόγια σου με μέθησαν τη μέθη του θανάτου
κι ακόμα δεν εσίγασαν. Μιλούν
και με τρελαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά σου,
ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξή καλούν. 

Αγαπημένε, αν τη ζωή τη δώσω πίσω, πε μου,
τι θα ωφελήσει, αφού δε θα σε βρω;
Δε λογαριάζω τη ζωή, μα πως μπορεί, καλέ μου,
να σβήσει πια η αγάπη μου; Και να μη σ’ αγαπώ, 

ενώ θα ‘ναι Άνοιξη παντού που ακούστηκε η φωνή μας
να επικαλείται τον αιώνιον έρωτα, και μεις
στεφάνι να του πλέκουμε με μόνο το φιλί μας,
μέσα στο γιορτασμό λατρείας θερμής. 

Ω! δε μου δίνει ο θάνατος καμιά, καμιάν ελπίδα,
και μου τις έσβησε η Ζωή σα μια ψυχρή πνοή.
Τώρα μου μένει στου έρωτα την άγρια καταιγίδα
να ιδώ να μετρηθούν για με θάνατος και ζωή. 

Όνειρο – Μαρία Πολυδούρη

Ἄνθη μάζευα γιὰ σένα
στὸ βουνὸ ποὺ τριγυρνοῦσα.
Χίλια ἀγκάθια τὸ καθένα
κι᾿ ὅπως τἄσφιγγα πονοῦσα.


Νὰ περάσης καρτεροῦσα
στὸ βορηὰ τὸν παγωμένο
καὶ τὸ δῶρο μου κρατοῦσα
μὲ λαχτάρα φυλαγμένο

στὴ θερμὴ τὴν ἀγκαλιά μου.
Ὅλο κοίταζα στὰ μάκρη.
Ἡ λαχτάρα στὴν καρδιά μου
καὶ στὰ μάτια μου τὸ δάκρι.

Μέσ᾿ στὸν πόθο μου δὲν εἶδα
μαύρη ἡ Νύχτα νὰ σιμώνη
κ᾿ ἔκλαψα χωρὶς ἐλπίδα
ποὺ δὲ στἄχα φέρει μόνη.